-
1 мать
мать ж η μαμά, η μητέρα, η μάνα* мать-героиня η μάνα ηρωίδα* * *жη μαμά, η μητέρα, η μάναмать-герои́ня — η μάνα ηρωίδα
-
2 мать
γεν. матери, αιτ. мать, οργ. матерью, προθτ. о матери, πλθ. матери-и θ.1. μητέρα, μάνα, μαμά.2. (επίκληση σε γυναίκα)•мать моя! μάνα μου!
3. πρεσβυτέρα, παπαδιά• ιερωμένη.εκφρ.в чем (как) мать родила – όπως τον γέννησε η μάνα (γυμνός). -
3 мама
-
4 дока
-и α. κ. θ. (απλ.) ειδικός, ειδήμομονας, κατεχάρης, μάνα•он в зтом деле дока γα τέτοια δουλιά αυτός είναι μάνα.
-
5 маменькин
-а, -оεπ.βλ. мамашин.εκφρ.маменькин сынок; -а дочь – α) αγόρι ή κόρη που μοιάζουν καταπληκτικά τη μάνα τους ίδιος ή ίδια η μάνα. του (της) β) παραχαϊδεμένος, -η -
6 материть
-
7 матка
-и θ.1. το θηλυκό των ζώων. || η βασίλισσα των μελισσών.2. (ανατομ.) η μήτρα.3. φυτό για πολλαπλασιασμό.4. (απλ.) μάνα. || μτφ. αρχηγός, μάνα (σε μερικά παιγνίδια).5. πολεμικό σκάφος εφοδιασμού.6. (διαλκ.) πυξίδα. -
8 с
κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).I.με γεν.1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•
вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•
сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•
уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•
сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•
свергнуть с престола εκθρονίζω.
2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•
с высоты горы από την κορυφή του βουνού•
говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.
|| επίσης με ουσ. τοπικά•вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•
иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•
вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•
вход со двора είσοδος από την αυλή•
окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).
|| με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.3. σημαίνει τόπο, προέλευση•цветы с юга λουλούδια από το νότο•
хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•
копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).
4. με σημ. λήψης• από εκ•собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•
взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.
5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•
с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.
|| σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•
со дня на день από μέρα σε μέρα.
6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•
устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•
умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•
покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.
7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•
с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.
8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.
|| με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•
убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•
узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.
|| σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•взять с бою παίρνω στη μάχη•
торговать с рук πουλώ στα χέρια.
|| σημαίνει τρόπο• με•прыгать с разбега πηδώ με φόρα.
II.με αιτ.1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•
с месяца ένα περίπου μήνα•
отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.
2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•
мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).
|| με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.
III.με οργν.1. μαζί, ομού, με• και•хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•
нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•
дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•
мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•
вы с братом εσύ και ο αδερφός•
наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•
наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).
2. με (έχοντας)•стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•
остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•
дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•
мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•
задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•
проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•
обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•
сделать с намерением κάνω σκόπιμα•
читать с выражением διαβάζω με έκφραση.
|| (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•
встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.
3. με ή του•авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•
у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•
с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.
4. με, κατά, εναντίον•бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•
справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.
εκφρ.что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•с целью – με σκοπό, σκόπιμα. -
9 блуза
блу́з||аж ἡ μπλούζα:рабочая \блуза ἡ ἐργατική φόρμα; матросская \блуза ἡ μπελα-μάνα. -
10 мама
мамаж ἡ μαμά, ἡ μητέρα, ἡ μάνα -
11 матка
ма́ткаж1. анат. ἡ μήτρα·2. (самка) ἡ μάνα, ἡ θηλύκια / ἡ βασίλισσα (у пчел). -
12 мать
матьж ἡ μητέρα, ἡ μάνα. -
13 банк
-а α.1. τράπεζα•государственный банк κρατική (ή εθνική) τράπεζα.
2. (χαρτπ.) η μπάγκα, η πόστα.3. φαραώ, είδος χαρτοπαιγνίου.εκφρ.держать банк – (χαρτπ.) είμαι μάνα, κάνω χαρτιά. -
14 беспокоить
-ою, -оишь, ρ.δ.μ.1. ανησυχώ, εμποδίζω, δυσκολεύω, στενοχωρώ•шум -и т больного ο θόρυβος ανησυχεί τον άρρωστο.
|| ενοχλώ•по целым дням его -ят посетители ολόκληρες μέρες τον ενοχλούν οι επισκέπτες.
|| ερεθίζω, προξενώ πόνο•бритва вас не -ит? το ξυράφι κόβει καλά;
2. ταράζω, φοβίζω•его отсутствие -и т вас η απουσία του σας κάνει να φοβάστε.
1. ανησυχώ, στενοχωρούμαι, ταράσσομαι•мать -ится о сыне η μάνα ανησυχεί για το παιδί.
2. σκοτίζομαι, ενοχλούμαι•не -тесь, пожалуйста, мне и так удобно μην ανησυχείτε για μένα σας παρακαλώ, εγω καλά βολεύτηκα.
-
15 боготворить
ρ.δ.μ.1. λατρεύω (σαν το θεό)•мать -ит своего сына η μάνα λατρεύει το παιδί της.
2. θεοποιώ•египтяне -ли быка аписа οι Αιγύπτιοι λάτρευαν για θεό τον Απιδον ταύρο.
-
16 взыграть
-
17 вить
вью, вьёшь, παρλθ. χρ. вил, -а,вило προστκ. вей, παθ. μτχ. витый, βρ: вит, -а, -о, ρ.δ.μ.1. πλέκω, συστρέφω•вить веревку πλέκω τριχιά•
вить венки πλέκω στεφάνια.
|| κουβαριάζω, μαζεύω κουβάρι•вить пряжу μαζεύω το νήμα κουβάρι•
вить шелк περιτυλίγω το μετάξι.
|| κάμπτω, λυγίζω (το σώμα ή μέλος αυτού).εκφρ.вить веревки из (кого) – κάνω όπως θέλω (κάποιον).1. περιπλέκομαι, περιτυλίγομαι, ελίσσομαι, συστρέφομαι•у него волосы вьются от природы τα μαλλιά του είναι κατσαρά μόνα τους (από τη φύση)•
плющ вьется ο κισσός περιτυλίγεται•
вьется пыль из-под копыт коней κλωθανεβαίνει η σκόνη από τις οπλές των αλόγων.
2. στροβιλίζω•снег -ется το χιόνι στροβιλίζει•
орел вьется над горой ο αετός στριφογυρίζει πάνω απ’ το βουνό.
3. περιστρέφομαι, γυρίζω, στριφογυρίζω•дети вьются около матери τα παιδιά στριφογυρίζουν στη μάνα τους.
4. πλέκομαι, συστρέφομαι•веревки вьются из пеньки οι τρίχες πλέκονται από καννάβι.
-
18 возопить
-плю, -пишь, ρ.σ. παλ. κραυγάζω, ορύομαι•мать со страхом -ла η μάνα με φόβο κραύγασε.
-
19 ворон
-а α.κόρακας, -άκι.εκφρ.куда ворон костей не занесет – στου διαβόλου την τρύπα ή τη μάνα (πολύ μακριά και απόκρυφα). -
20 дрожать
-жу, -жишь, ρ.δ.1. τρέμω, ριγώ•-всем телом τρέμω σύγκορμος•
дрожать от холода τρέμω από το κρύο.
|| τρεμοσβήνω, υποτρέμω, τρεμοφέγγω•звезда -ла το αστέρι τρεμόσβηνε.
|| (για φωνή, ήχο) τρέμω, τρεμουλιάζω. || έχω σπασμούς, σφαδάζω. || δονούμαι, πάλλομαι.2. φοβούμαι, τρομάζω. || με πιάνει φόβος για κάποιον•мать -ит за своих детей η μάνα τρέμει για τα παιδιά της•
он -ит за свою жизнь αυτός τρέμει για τη ζωή του (φοβάται μήπως πεθάνει).
|| προφυλάγω πολύ•дрожать над детьми τρέμω μην πάθουν, κακό τα παιδιά.
|| τσιγγουνεύομαι πολύ•дрожать над каждой копейкой τρέμω για το κάθε καπίκι.
См. также в других словарях:
μάνα — μάνᾱ , μάνα fem nom/voc/acc dual μάνᾱ , μάνα fem nom/voc sg (doric aeolic) μάνᾱ , μάνης cup masc nom/voc/acc dual μάνης cup masc voc sg μάνᾱ , μάνης cup masc gen sg (doric aeolic) μάνης cup masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάνα — Μάνᾱ , Μάνης cup masc nom/voc/acc dual Μάνης cup masc voc sg Μάνᾱ , Μάνης cup masc gen sg (doric aeolic) Μάνης cup masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάνα — (mana). Λέξη μελανησιακή η οποία χρησιμοποιείται από τη θρησκευτική φαινομενολογία για να καταδείξει μια δύναμη που πιστεύεται ότι υπάρχει στα διάφορα αντικείμενα ή και στα πρόσωπα. Ο όρος εισήχθη στην επιστημονική φιλολογία από τον κοινωνικό… … Dictionary of Greek
μάνα — η πληθ. μάνες και μανάδες, η μητέρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανά — μᾱνά , μανός loose neut nom/voc/acc pl μᾱνά̱ , μανός loose fem nom/voc/acc dual μᾱνά̱ , μανός loose fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάνας — μάνᾱς , μάνα fem acc pl μάνᾱς , μάνα fem gen sg (doric aeolic) μάνᾱς , μάνης cup masc acc pl μάνᾱς , μάνης cup masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάν' — Μάνα , Μάνης cup masc voc sg Μάνα , Μάνης cup masc nom sg (epic) Μάναι , Μάνης cup masc nom/voc pl Μάνᾱͅ , Μάνης cup masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάναν — μάνᾱν , μάνα fem acc sg (doric aeolic) μάνᾱν , μάνης cup masc acc sg (epic doric aeolic) μάνης cup masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάνας — Μάνᾱς , Μάνης cup masc acc pl Μάνᾱς , Μάνης cup masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανᾶν — μάνα fem gen pl (doric aeolic) μάνης cup masc gen pl (doric aeolic) μᾱνᾶν , μανός loose masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανῶν — μάνα fem gen pl μάνης cup masc gen pl μᾱνῶν , μανός loose fem gen pl μᾱνῶν , μανός loose masc/neut gen pl μανόω make porous pres part act masc voc sg (doric aeolic) μανόω make porous pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μανόω make… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)