Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τη μάνα

  • 1 мать

    мать ж η μαμά, η μητέρα, η μάνα* мать-героиня η μάνα ηρωίδα
    * * *
    ж
    η μαμά, η μητέρα, η μάνα

    мать-герои́ня — η μάνα ηρωίδα

    Русско-греческий словарь > мать

  • 2 мать

    γεν. матери, αιτ. мать, οργ. матерью, προθτ. о матери, πλθ. матери
    θ.
    1. μητέρα, μάνα, μαμά.
    2. (επίκληση σε γυναίκα)•

    мать моя! μάνα μου!

    3. πρεσβυτέρα, παπαδιά• ιερωμένη.
    εκφρ.
    в чем (как) мать родила – όπως τον γέννησε η μάνα (γυμνός).

    Большой русско-греческий словарь > мать

  • 3 мама

    мама ж η μαμά, η μητέρα, η μάνα
    * * *
    ж
    η μαμά, η μητέρα, η μάνα

    Русско-греческий словарь > мама

  • 4 дока

    α. κ. θ. (απλ.) ειδικός, ειδήμομονας, κατεχάρης, μάνα•

    он в зтом деле дока γα τέτοια δουλιά αυτός είναι μάνα.

    Большой русско-греческий словарь > дока

  • 5 маменькин

    -а, -о
    επ.
    βλ. мамашин.
    εκφρ.
    маменькин сынок; -а дочь – α) αγόρι ή κόρη που μοιάζουν καταπληκτικά τη μάνα τους ίδιος ή ίδια η μάνα. του (της) β) παραχαϊδεμένος, -η

    Большой русско-греческий словарь > маменькин

  • 6 материть

    ρ.δ.μ. (απλ.) βλάστημώ τη μάνα κάποιου.
    βλαστημώ τη μάνα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > материть

  • 7 матка

    θ.
    1. το θηλυκό των ζώων. || η βασίλισσα των μελισσών.
    2. (ανατομ.) η μήτρα.
    3. φυτό για πολλαπλασιασμό.
    4. (απλ.) μάνα. || μτφ. αρχηγός, μάνα (σε μερικά παιγνίδια).
    5. πολεμικό σκάφος εφοδιασμού.
    6. (διαλκ.) πυξίδα.

    Большой русско-греческий словарь > матка

  • 8 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 9 блуза

    блу́з||а
    ж ἡ μπλούζα:
    рабочая \блуза ἡ ἐργατική φόρμα; матросская \блуза ἡ μπελα-μάνα.

    Русско-новогреческий словарь > блуза

  • 10 мама

    мама
    ж ἡ μαμά, ἡ μητέρα, ἡ μάνα

    Русско-новогреческий словарь > мама

  • 11 матка

    ма́тка
    ж
    1. анат. ἡ μήτρα·
    2. (самка) ἡ μάνα, ἡ θηλύκια / ἡ βασίλισσα (у пчел).

    Русско-новогреческий словарь > матка

  • 12 мать

    мать
    ж ἡ μητέρα, ἡ μάνα.

    Русско-новогреческий словарь > мать

  • 13 банк

    α.
    1. τράπεζα•
    2. (χαρτπ.) η μπάγκα, η πόστα.
    3. φαραώ, είδος χαρτοπαιγνίου.
    εκφρ.
    держать банк – (χαρτπ.) είμαι μάνα, κάνω χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > банк

  • 14 беспокоить

    -ою, -оишь, ρ.δ.μ.
    1. ανησυχώ, εμποδίζω, δυσκολεύω, στενοχωρώ•

    шум -и т больного ο θόρυβος ανησυχεί τον άρρωστο.

    || ενοχλώ•

    по целым дням его -ят посетители ολόκληρες μέρες τον ενοχλούν οι επισκέπτες.

    || ερεθίζω, προξενώ πόνο•

    бритва вас не -ит? το ξυράφι κόβει καλά;

    2. ταράζω, φοβίζω•

    его отсутствие -и т вас η απουσία του σας κάνει να φοβάστε.

    1. ανησυχώ, στενοχωρούμαι, ταράσσομαι•

    мать -ится о сыне η μάνα ανησυχεί για το παιδί.

    2. σκοτίζομαι, ενοχλούμαι•

    не -тесь, пожалуйста, мне и так удобно μην ανησυχείτε για μένα σας παρακαλώ, εγω καλά βολεύτηκα.

    Большой русско-греческий словарь > беспокоить

  • 15 боготворить

    ρ.δ.μ.
    1. λατρεύω (σαν το θεό)•

    мать -ит своего сына η μάνα λατρεύει το παιδί της.

    2. θεοποιώ•

    египтяне -ли быка аписа οι Αιγύπτιοι λάτρευαν για θεό τον Απιδον ταύρο.

    Большой русско-греческий словарь > боготворить

  • 16 взыграть

    ρ.σ.
    1. παίζω•

    ягненок -ал возле матери το αρνάκι έπαιξε κοντά στη μάνα του.

    2. τρικυμιάζω. || (για άνεμο) φυσώ δυνατά, με μανία.
    εκφρ.
    - ло сердце – φτερούγισε (χάρηκε) η καρδιά•
    - ла душа – χάρηκε η ψυχή.

    Большой русско-греческий словарь > взыграть

  • 17 вить

    вью, вьёшь, παρλθ. χρ. вил, -а,вило προστκ. вей, παθ. μτχ. витый, βρ: вит, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. πλέκω, συστρέφω•

    вить веревку πλέκω τριχιά•

    вить венки πλέκω στεφάνια.

    || κουβαριάζω, μαζεύω κουβάρι•

    вить пряжу μαζεύω το νήμα κουβάρι•

    вить шелк περιτυλίγω το μετάξι.

    || κάμπτω, λυγίζω (το σώμα ή μέλος αυτού).
    εκφρ.
    вить веревки из (кого) – κάνω όπως θέλω (κάποιον).
    1. περιπλέκομαι, περιτυλίγομαι, ελίσσομαι, συστρέφομαι•

    у него волосы вьются от природы τα μαλλιά του είναι κατσαρά μόνα τους (από τη φύση)•

    плющ вьется ο κισσός περιτυλίγεται•

    вьется пыль из-под копыт коней κλωθανεβαίνει η σκόνη από τις οπλές των αλόγων.

    2. στροβιλίζω•

    снег -ется το χιόνι στροβιλίζει•

    орел вьется над горой ο αετός στριφογυρίζει πάνω απ’ το βουνό.

    3. περιστρέφομαι, γυρίζω, στριφογυρίζω•

    дети вьются около матери τα παιδιά στριφογυρίζουν στη μάνα τους.

    4. πλέκομαι, συστρέφομαι•

    веревки вьются из пеньки οι τρίχες πλέκονται από καννάβι.

    Большой русско-греческий словарь > вить

  • 18 возопить

    -плю, -пишь, ρ.σ. παλ. κραυγάζω, ορύομαι•

    мать со страхом -ла η μάνα με φόβο κραύγασε.

    Большой русско-греческий словарь > возопить

  • 19 ворон

    α.
    κόρακας, -άκι.
    εκφρ.
    куда ворон костей не занесет – στου διαβόλου την τρύπα ή τη μάνα (πολύ μακριά και απόκρυφα).

    Большой русско-греческий словарь > ворон

  • 20 дрожать

    -жу, -жишь, ρ.δ.
    1. τρέμω, ριγώ•

    -всем телом τρέμω σύγκορμος•

    дрожать от холода τρέμω από το κρύο.

    || τρεμοσβήνω, υποτρέμω, τρεμοφέγγω•

    звезда -ла το αστέρι τρεμόσβηνε.

    || (για φωνή, ήχο) τρέμω, τρεμουλιάζω. || έχω σπασμούς, σφαδάζω. || δονούμαι, πάλλομαι.
    2. φοβούμαι, τρομάζω. || με πιάνει φόβος για κάποιον•

    мать -ит за своих детей η μάνα τρέμει για τα παιδιά της•

    он -ит за свою жизнь αυτός τρέμει για τη ζωή του (φοβάται μήπως πεθάνει).

    || προφυλάγω πολύ•

    дрожать над детьми τρέμω μην πάθουν, κακό τα παιδιά.

    || τσιγγουνεύομαι πολύ•

    дрожать над каждой копейкой τρέμω για το κάθε καπίκι.

    Большой русско-греческий словарь > дрожать

См. также в других словарях:

  • μάνα — μάνᾱ , μάνα fem nom/voc/acc dual μάνᾱ , μάνα fem nom/voc sg (doric aeolic) μάνᾱ , μάνης cup masc nom/voc/acc dual μάνης cup masc voc sg μάνᾱ , μάνης cup masc gen sg (doric aeolic) μάνης cup masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάνα — Μάνᾱ , Μάνης cup masc nom/voc/acc dual Μάνης cup masc voc sg Μάνᾱ , Μάνης cup masc gen sg (doric aeolic) Μάνης cup masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάνα — (mana). Λέξη μελανησιακή η οποία χρησιμοποιείται από τη θρησκευτική φαινομενολογία για να καταδείξει μια δύναμη που πιστεύεται ότι υπάρχει στα διάφορα αντικείμενα ή και στα πρόσωπα. Ο όρος εισήχθη στην επιστημονική φιλολογία από τον κοινωνικό… …   Dictionary of Greek

  • μάνα — η πληθ. μάνες και μανάδες, η μητέρα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανά — μᾱνά , μανός loose neut nom/voc/acc pl μᾱνά̱ , μανός loose fem nom/voc/acc dual μᾱνά̱ , μανός loose fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάνας — μάνᾱς , μάνα fem acc pl μάνᾱς , μάνα fem gen sg (doric aeolic) μάνᾱς , μάνης cup masc acc pl μάνᾱς , μάνης cup masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάν' — Μάνα , Μάνης cup masc voc sg Μάνα , Μάνης cup masc nom sg (epic) Μάναι , Μάνης cup masc nom/voc pl Μάνᾱͅ , Μάνης cup masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάναν — μάνᾱν , μάνα fem acc sg (doric aeolic) μάνᾱν , μάνης cup masc acc sg (epic doric aeolic) μάνης cup masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάνας — Μάνᾱς , Μάνης cup masc acc pl Μάνᾱς , Μάνης cup masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανᾶν — μάνα fem gen pl (doric aeolic) μάνης cup masc gen pl (doric aeolic) μᾱνᾶν , μανός loose masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανῶν — μάνα fem gen pl μάνης cup masc gen pl μᾱνῶν , μανός loose fem gen pl μᾱνῶν , μανός loose masc/neut gen pl μανόω make porous pres part act masc voc sg (doric aeolic) μανόω make porous pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μανόω make… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»